- περιχάσκω
- Α1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, έχω το στόμα μου ορθάνοιχτο2. χάβω, ανοίγω πολύ το στόμα μου και το κλείνω απότομα3. μένω με το στόμα ανοιχτό, εκφράζω απορία και έκπληξη για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χάσκω «ανοίγω το στόμα»].
Dictionary of Greek. 2013.